Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

δις.τοκια #5

"  Από τότε που έρχονταν στη μνήμη του τα πρώτα καλοκαίρια, θυμόταν πως εκτιμούσε πολύ όσους είχαν καλλιεργήσει την αξία της υπομονής, και στον ελεύθερό του χρόνο φανταζόταν πως έκανε και εκείνος το ίδιο και ας μην είχε ποτέ τίποτα να περιμένει. Και μόλις το συνειδητοποιούσε, επέστρεφε ακαριαία πίσω στην πραγματικότητα σαν μετατραυματικό σοκ μετά από ανάνηψη και δεχόταν συγκαταβατικά ότι το να σπαταλάς τη ζωή σου μέσα στην τέχνη είναι βαθιά οδυνηρό έως και αποκρουστικό. Άλλωστε σ’ έναν κόσμο που νοσεί απέναντι στις καλές προθέσεις και στα αγνά αισθήματα, ήταν προφανές πως το πλήθος των επιλογών σχετικά με το πώς θα πορευθείς δεν έμοιαζε σε τίποτα με τη συλλογή δίσκων του John Peel.
   Κάπως έτσι κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι -όχι αυτό που χώριζε τις δύο επικράτειες- και το αγόρι εκείνο μεγάλωσε έχοντας ήδη πάρει την απόφασή του. Τον συνάντησα κάμποσες φορές πριν από το μοιραίο απόγευμα, έπειτα από δική του πρωτοβουλία, μιας και του άρεσε που δεν τον διέκοπτα -και ας μην ήταν σίγουρος αν το έκανα από διακριτικότητα ή από αδιαφορία-, καθώς εκείνος παραληρούσε και γινόταν κόλαφος, ένας ανθρώπινος καταπέλτης κατά παντός υπευθύνου. Ανάμεσα στην εξέλιξη των λογυδρίων, αυτών των σκοτεινών μονολόγων του, μου μετέφερε κάποιες πολύ προσωπικές του αλήθειες, όπως το πόσο του άρεσε η πρωινή αχλή, τα μήλα που ήταν προσεκτικά καθαρισμένα χωρίς τη φλούδα, τα ντοκιμαντέρ για τα μεγάλα θηλαστικά κ.ά. Ειδικά για το τελευταίο, δε θα ξεχάσω όταν μου διηγήθηκε μια αστεία ιστορία όσον αφορά το ζευγάρωμα των αρσενικών θαλάσσιων ελεφάντων με τους θηλυκούς. προσπαθώντας να φουσκώσουν τη γλώσσα τους σαν μεγάλο μπαλόνι. Αυτός που θα κατάφερνε να κάνει τη μεγαλύτερη φούσκα θα ήταν και εκείνος που θα κέρδιζε τελικά την εύνοια του θηλυκού. «Τι τα θες, φίλε μου!», μου έλεγε χαρακτηριστικά, συνεχίζοντας: «η φύση τα έχει λύσει αυτά τα προβλήματα, έχει προνοήσει».
   Αυτοκτόνησε εκείνο το δείλι, την ώρα που ο ουρανός γέμιζε από τα ανορθόδοξα χρώματα μιας λομογραφίας, τινάζοντας τα μυαλά του στον αέρα με την κυνηγετική καραμπίνα, οικογενειακό κειμήλιο, έχοντας πρώτα στήσει απέναντι σ’ έναν τρίποδα την αγαπημένη του μηχανή για να κινηματογραφήσει τη στιγμή. Δίστασε λίγο, γιατί αγχωνόταν για το αν κέντραρε καλά στο κάδρο της κάμερας. Ήταν πολύ τελειομανής, βλέπεις, ο συγχωρεμένος. Πήρε μια βαθιά ανάσα και πάτησε τη σκανδάλη. Μισή ώρα αργότερα η αστυνομία κατέφθασε στο σημείο μετά από την παρέμβαση της σπιτονοικοκυράς που έμενε στο διπλανό διαμέρισμα, άκουσε τον πυροβολισμό και ειδοποίησε τις αρχές. Βρήκαν την κάμερα να γράφει ακόμη και έτσι ταυτοποίησαν κατευθείαν το πτώμα, αφού το κρανίο του είχε συνθλιβεί ολοσχερώς, αφήνοντας μια παράξενη ταπετσαρία σαν αραβούργημα από αίμα στον τοίχο. «Κρίμα», είπαν, «τόσο νέος, να έχει τέτοιο τέλος», όσοι δεν τον γνώριζαν ή αυτοί που πίστευαν ότι τον γνώριζαν. Η τελετή της κηδείας του ήταν εξίσου σουρεαλιστική, όπως και το σύντομο πέρασμά του από τον πλανήτη Γη. Εγώ, ο παπάς, ένας ψάλτης, ο νεκροθάφτης και οι δυο βαστάζοι που σήκωναν το κοφίνι του, φέρναμε έναν αέρα από σκηνή σε ταινία του Tarantino, μερικοί καφκικοί αντιήρωες δίχως όνομα. Α! Και η σπιτονοικοκυρά φυσικά. Οι κακές γλώσσες έλεγαν πως της χρώσταγε τρία νοίκια συν το ρεύμα που ήταν καιρό απλήρωτο, και εμφανίστηκε στην κηδεία μόνο και μόνο αναζητώντας συγγενείς ή άτομα από το στενό του κύκλο για να κάνει την απόσβεση. Οι καιροί όμως είναι δύσκολοι και η ζωή για τους ζωντανούς συνεχίζεται, έτσι δεν είναι;
   Γύρισα σπίτι αργά εκείνο το βράδυ και για πρώτη φορά αντιλήφθηκα γιατί στη σημειoλογία του αστικού μοντέλου οργάνωσης των κοινωνιών είθισται στα σαλόνια να υπάρχει πάντα ένα μίνι-μπαρ με τα βασικά ουίσκι, βότκα, μαρτίνι. Δεν είχα τίποτα δυστυχώς και την έβγαλα με νερό και κάτι κράκερ που είχαν ξεμείνει στη ψωμιέρα. Ύστερα επέστρεψα στο δωμάτιό μου και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Στριφογύριζα πολλή ώρα, ώσπου σηκώθηκα, άνοιξα το φως και πήγα στη βιβλιοθήκη. Κάπου εκεί, μεταξύ μιας στοίβας βιβλίων και σημειώσεων, βρήκα έναν τηλεφωνικό κατάλογο που μου είχε χαρίσει μερικούς μήνες πριν «φύγει». Χωρίς ιδιαίτερο λόγο άρχισα να τον ξεφυλλίζω και να ψάχνω για περίεργα επώνυμα. Προς τη μέση μετά το Κ, υπήρχε ένα λευκό κομμάτι χαρτί που έγραφε κάτι. Τα γράμματα ήταν δικά του, τα αναγνώρισα αμέσως. Απ’ ό,τι διαπίστωσα πρέπει να ήταν κάποια χαϊκού-σύντομα ποιήματα ιαπωνικής κουλτούρας ή κάτι τέτοιο -όπως μου εξήγησε όταν τον είχα ρωτήσει κάποτε. Έγραφε λοιπόν: «Να τραβιόμαστε σαν τεντωμένο σκοινί, είν’ η αγάπη» και πιο κάτω: «Ξέρω τι θέλω. Να τρέχω στο σύμπαν σου να σε κυνηγώ». Χαμογέλασα ενστικτωδώς, περισσότερο από αμηχανία. Παρόλο που δεν κατάλαβα ποτέ τι εννοούσε, σημασία έχει ότι το εννοούσε. Έσκισα το χαρτί και το πέταξα. Συνέχισα στο Λ. "

σερεστος-things from hell


Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

δις.τοκια #4

" Στην πλάτη ρίχνω τα μαλλιά
φοράω κορδέλα βυσσινιά
τα βλέφαρα ζωγραφιστά
στο στήθος φυλαχτά.

Με λένε το κορίτσι του Μάη
μα..στην καρδιά μου η αγάπη δε χωράει..

Στο χρυσαφί μου μενταγιόν
έχω γράψει σ’ αγαπώ
μα δε μιλάω ποτέ γι’ αγάπη
και λεω πως είναι κουτό.

Με λένε το κορίτσι του Μάη
μα..στην καρδιά μου η αγάπη δε χωράει.."

Πασχάλης & Olympians (Στίχοι:Σέβη Τηλιακού)-Το κορίτσι του Μάη/1ο πρόσωπο